διακλαδωτήρας

διακλαδωτήρας
ο
1. παράλληλη αντίσταση ακριβούς τιμής που συνδέεται σε γαλβανόμετρο ή σε αμπερόμετρο για να αυξήσει τη μετρική περιοχή του
2. εξάρτημα τών ηλεκτρικών γραμμών χαμηλής τάσης, με τη βοήθεια τού οποίου συνδέεται η γραμμή τού καταναλωτή με τη γραμμή διανομής
3. «διακλαδωτήρας ταυ» — εξάρτημα σε σχήμα Τ τών οπλισμένων μονωτικών σωλήνων εσωτερικών ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, το οποίο χρησιμεύει για να γίνει διακλάδωση στα σημεία ένωσης τών σωλήνων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”